Ζήσαμε –στον Δυτικό κόσμο- για πολλές δεκαετίες με την ιδέα ότι ο ιστορικός φασισμός έχει τελειώσει, αν όχι ως καθημερινή πρακτική τουλάχιστον ως πολιτικό σύστημα. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η αίσθηση αυτή καλλιεργήθηκε από την κοινωνική ισορροπία που κράτησε με κάθε κόστος ο καπιταλισμός προκειμένου να εξουδετερώσει το αντίπαλο γεωπολιτικό δέος. Στα τέλη του 20ού και στην αρχή του 21ου, διατηρήσαμε την ίδια αίσθηση ζαλισμένοι από τις δοξασίες για την χιλιετή βασιλεία της Δημοκρατίας –στη Δύση πάντα- ακόμα και με κόστος τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον διαρκή πόλεμο με τα βασίλεια των βαρβάρων. Ζήσαμε με αυτή την ιδέα και συνηθίσαμε να ασκούμε κριτική στον πολιτικό αυταρχισμό ως να ήταν κάτι ξένο με την αστική δημοκρατία.
Παράλληλα, συνηθίσαμε και στην ιδέα ότι ο καπιταλισμός έχει βουτήξει στα νερά της Στύγας κι έχει καταστεί στην ουσία του άτρωτος –αρκετοί ανάμεσά μας, οι περισσότεροι στην πραγματικότητα, αμφέβαλαν σφόδρα ακόμα και για το αν υπήρχε σημείο του που παρέμεινε στεγνό για να αποτελέσει γι’ αυτόν ό,τι απετέλεσε η φτέρνα για τον μυθικό Αχιλλέα. Με τα χρόνια το ρόλο του καπιταλισμού πήραν ο φιλελευθερισμός και ο μονεταρισμός: οι οικονομικοί μονόδρομοι του συστήματος απέκτησαν μυθικές διαστάσεις στο μυαλό πολλών ανθρώπων. Όχι μόνο έμοιαζαν αήττητοι, ακόμα περισσότερο έμοιαζαν και λογικοί.
Κι έπειτα ήρθε η κρίση. Οι πολιτικές που ως τότε δέχονταν κριτική μόνο για την ηθική τους, αποδείχθηκαν όχι μόνο αναποτελεσματικές, αλλά λίγο – πολύ σχιζοφρενικές. Μόνο που σε αντίθεση με εκείνο το παραμύθι, όπου αρκεί η αυθόρμητη κραυγή ενός μικρού κοριτσιού για να πληροφορηθούν όλοι ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός», στην πραγματική ζωή απεδείχθη ότι η αδράνεια κάποιων δεκαετιών δεν ήταν εύκολο να νικηθεί από τη μία στιγμή στην άλλη. Ας μην αυταπατόμαστε: η αντιπαράταξη των κοινωνιών απέναντι στις επιθετικές πολιτικές της κρίσης, υπήρξε ως σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, χωλή, μίζερο υπόλοιπο μιας ήμερης αφθονίας.
Η Ελλάδα δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα, πέραν του γεγονότος ότι κάθε τι σε αυτήν είναι πιο αδρά τονισμένο. Η κρίση εντονότερη και οι πολιτικές της πιο επιθετικές. Οι ταξικοί αγώνες συχνότεροι και η αμηχανία τους πιο κραυγαλέα. Κι ακόμη, οι απεγνωσμένες απόπειρες διαταξικής διεξόδου από το πρόβλημα με πιο τεταμένες τις αντιφάσεις και τη σύγχυσή τους. Χάσαμε ένα Καλοκαίρι με μεγάλα τμήματα του κοινωνικού κινήματος να πανηγυρίζουν στη γιορτή της «αγανάκτησης» και μήνες μετά, με κάθε ελάχιστο από τα μέτρα να έχει επιβληθεί στην κοινωνία κάποιοι επιμένουν να κομπάζουν ότι η πρακτική αυτή είχε θετικό αποτέλεσμα και… «αριστερό πρόσημο».
Στον καπιταλισμό της κρίσης ωστόσο, ποτέ δεν αρκούσε η αμηχανία ή η αποτυχία των κινημάτων. Ο φασισμός είναι από τη μεριά του Κράτους η πάγια καταστολή του κοινωνικού πυρετού, και η σχετική διεθνής εμπειρία παραμένει δυστυχώς ιδιαίτερα πλούσια τις τελευταίες δεκαετίες, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η Ευρώπη βίωσε μια περίοδο ιστορικής εξαίρεσης.
Στην Ελλάδα ζούμε ακριβώς μια περίοδο εκφασισμού του Κράτους με παράλληλες απόπειρες εκφασισμού της κοινωνίας. Τούτο δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τον όγκο των μέτρων που λαμβάνονται σε βάρος των εργαζομένων, αλλά επίσης με την ποσότητα και την ποιότητα της καταστολής τους, τις εκβιαστικές και εξαναγκαστικές πρακτικές, τις συστηματικές παραβιάσεις του Δικαίου –ακόμα και του Συντάγματος- από τη μεριά του Κράτους, τις διαρκείς απόπειρες –λόγω και έργω- διάσπασης των κοινωνικών στρωμάτων, τη συνεχή επίκληση των εθνικών κινδύνων, την σταθερή χρήση των ακροδεξιών συμμοριών –κοινοβουλευτικών τε και μη- στις διαδικασίες νομιμοποίησης ή επιβολής των ασκούμενων πολιτικών, την εξουδετέρωση με μέτρα πειθαρχικά ή άλλα κάθε εσωτερικού κρατικού ελέγχου επί των αυθαιρεσιών. Στην ουσία, πρόκειται για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης την οποία κάθε φασισμός επικαλείται για να απονομιμοποιήσει και να συντρίψει την αμφιβολία. Ενδεικτικό, αν και όχι αποδεικτικό, στοιχείο, υπήρξε η πρόσφατη χυδαία «επιστολή» τριών εκ των πλέον λαομίσητων υπουργών της κυβέρνησης, όπου η κοινωνία τεμαχιζόταν σε ένα άθροισμά από «συντεχνίες» προκειμένου να υποκατασταθεί από το Κράτος, το πνεύμα της οποίας προερχόταν από τις πιο σκοτεινές μέρες της δεκαετίας του 1930.
Όλα τούτα μοιάζουν με επιθανάτιο ρόγχο του συστήματος. Πλην όμως, έχει αποδειχθεί ότι τέτοιοι ρόγχοι αρκούν για να του δώσουν ζωή δεκαετιών, εάν απέναντί του δεν σταθεί ένα εργατικό κίνημα το οποίο θα στοχεύει ευθέως στη θανάτωση, όχι των συμπτωμάτων αλλά του ίδιου του οικονομικο-κοινωνικού πλαισίου που συστήνει τον καπιταλισμό. Η εκδοχή του περάσματος, σύντομα, σε έναν καθαρό ολοκληρωτισμό είναι σήμερα πραγματική στην Ελλάδα. Η απελευθερωτική, σοσιαλιστική εκδοχή όμως, είναι επίσης ανοιχτή. Αυτή τη μάχη δεν θα την αποφύγουμε, ακόμα κι αν αποφασίζαμε να μην τη δώσουμε.
Συμφωνώ με την αναλυσή σου.Πως θα φτάσουμε στο στόχο της ανατροπής;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυναγωνιστές πάρτε πρωτοβουλίες, στη τοπική μας
κοινωνία οι δυνάμεις της ανατροπής να συναντηθούν,
δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο.